Θα μπορούσε να είναι από αυτές τις περιληπτικές σελίδες ενός Άρλεκιν. Κάπως έτσι ξεκίνησε. Ξαφνικά, επιπόλαια αλλά μαγικά.
Έτσι είναι οι μεγάλοι έρωτες, ένα μακροβούτι, κρατάς την αναπνοή και πας, χωρίς να έχεις προορισμό, απολαμβάνεις απλά την κατάδυση. Ελπίζεις πως στο τέλος θα αντικρίσεις πολύχρωμα κοράλλια και ένα μαγευτικό τοπίο.
Όχι βέβαια μόνο δεν είναι εύκολο, είναι και επικίνδυνο.
Όχι μόνο πρέπει να έχεις τη θέληση να παραδώσεις πράγματα και να παλέψεις προκειμένου να πας όλο και πιο κάτω, αλλά και να είσαι προετοιμασμένος πως μπορεί να φτάσεις σε ένα σημείο όπου θα χρειαστεί να γυρίσεις πίσω και τότε ίσως να μην έχεις πια τα αποθέματα οξυγόνου που χρειάζονται.
Μη γελιέστε, βέβαια, στην πραγματικότητα δε γνωρίζεις αν είναι μεγάλος έρωτας, απλά κάτι σε τραβάει όλο και πιο κάτω, ενώ ταυτόχρονα σε ανεβάζει ψηλά.
Και όταν πια φτάσεις στον πυθμένα, εκεί θα φανεί το πόσο μεγάλος είναι.
Θα σε κρατήσει εκεί και θα σε τροφοδοτεί ακατάπαυστα δόσεις οξυγόνου να σε κρατάει στη ζωή ή θα στο κόψει ξαφνικά και θα μείνεις στο χάος να ψάχνεις από κάπου να πιαστείς για να βγεις στην επιφάνεια.
Έτσι ήμασταν και εμείς, βουτάγαμε όλο και πιο βαθιά. Δεν ξέρω αν τράβαγα τον εαυτό μου πιο δυνατά απ’ ότι έπρεπε και πίστευα ότι σε παράσερνα ή αν ζούσα στο δικό μου μαλακισμένο συννεφάκι νομίζοντας πως τραβάει ο ένας τον άλλο.
Μέχρι που κάποια στιγμή, κόψαμε ταχύτητα.
Είναι επόμενο, τίποτα σε αυτή τη ζωή δε δίνεται απλόχερα και με ευκολία. Πρέπει να παλέψεις, να προσπαθήσεις, να χάσεις για να κερδίσεις.
Όταν παίρνεις την απόφαση να «βουτήξεις» πρέπει να ξέρεις πολύ καλά τι κάνεις. Το μόνο που δεν ξέρεις είναι το πού είναι ο πάτος. Ξέρεις όμως, είσαι αποφασισμένος για το αν θες να φτάσεις στο τέρμα ή να τα παρατήσεις στην μέση απλά για να πεις ότι βούτηξες.
Εκεί, λοιπόν, κάπου στην μέση της διαδρομής, αρχίσαμε να μπάζουμε νερά. Τουλάχιστον έτσι πίστευα.
Άρχισα να μπαλώνω, να κλείνω τρύπες, να θεωρώ πως κάτι έκανα λάθος. Εσύ από την άλλη, βασικός κριτής μόνο της δικής μου πορείας.
Ήξερες πάντα τι «έκανα λάθος» και γιατί δεν άφηνα το μακροβούτι μας να κρατήσει παραπάνω, γιατί σε εμπόδιζα να προχωρήσεις πιο κάτω.
Και ξανά, να ψάχνω τρόπους να διορθώνω αυτά που «εγώ έκανα λάθος» και μπάζαμε νερά και γινόταν η πορεία μας όλο και πιο δύσκολη.
Μα κοίτα τι περίεργο, ξαφνικά συνειδητοποίησα πως δεν ήμασταν εμείς που δεν προχωράγαμε, αλλά εσύ που δεν ακολουθούσες.
Θεώρησες δεδομένο πως θα μπορώ να σε τραβάω πάντα μπροστά και δεν υπολόγισες πως αυτή η προσπάθεια θέλει δύο. Γιατί αλλιώς, κάποια στιγμή κουράζεται ο ένας να τραβάει, όσο και αν το θέλει.
Τελειώνουν τα ψυχικά του αποθέματα, του τελειώνει το οξυγόνο, και αναζητά κάποιον να τον υποστηρίξει και να του τα αναπληρώσει, και όταν επανέλθει, τότε παίρνει εκείνος την θέση της υποστήριξης, γι᾽ αυτό χρειάζονται δυο. Κατάλαβες;
Το οξυγόνο μου τελείωσε, αλλά ακόμα και τις τελευταίες ανάσες τις σπατάλησα για να σε τραβήξω κοντά μου, ενώ εσύ ασχολιόσουν με το αν αναπνέω σωστά.
Απεγνωσμένες προσπάθειες να με κάνεις να μάθω να αναπνέω με το δικό σου ρυθμό. Δεν πάει έτσι, δυστυχώς. Δεν ξέρω πώς έμαθες να «κολυμπάς» στις σχέσεις, αλλά όλα είναι μία παράλληλη προσπάθεια, μία εναλλαγή ρόλων.
Ξέρεις τελικά; Δεν ήθελες, αυτό έδειξες και αυτό συνεχίζεις να δείχνεις.
Αρκείσαι ακόμα στο να πλάθεις δικαιολογίες στον εαυτό σου και να κρύβεσαι κάτω από ένα λευκό σεντόνι εγωισμού. Λες και αυτό θα σε προστατέψει από την αλήθεια. Όχι, τα σεντόνια τα χρησιμοποιούν για να τα ποτίζουν ιδρώτα. Όχι για να κρύβονται.
Φοβήθηκες; Τρόμαξες; Δεν άντεξες; Μέτρησες λάθος; Ό,τι και να ήταν είναι σίγουρο πια όμως για εμένα πως βούτηξα όσο πιο βαθιά μπορούσα και σε τράβηξα όσο πιο δυνατά γινόταν.
Δίπλα μου.
Κοντά μου.
Μα, σε εκείνο το σημείο που σου έδινα την τελευταία μου ανάσα, αντί να με πιάσεις, να κολλήσεις τα χείλια σου στα δικά μου και να μου δώσεις δυο τζούρες ακόμα οξυγόνο, προτίμησες να μου δώσεις μια σπρωξιά να φτάσω πιο γρήγορα στον πάτο.
Χωρίς άλλα αποθέματα οξυγόνου. Τα είχες πάρει όλα!
Ανέβα τώρα στην επιφάνεια να αναπνεύσεις, προλαβαίνεις. Αποδεσμεύτηκες.